Καρκίνος του Προστάτη

Ο καρκίνος του προστάτη παρατηρείται σχεδόν πάντα σε ηλικιωμένους άνδρες. Μόνο 2% των περιπτώσεων παρατηρούνται σε άνδρες ηλικίας κάτω των 50 ετών. Η επίπτωση της νόσου εμφανίζει μεγάλες διαφορές ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. Στις αναπτυγμένες χώρες, ο καρκίνος του προστάτη είναι ο πρώτος κατά σειρά συχνότητας καρκίνος στους άνδρες (εξαιρουμένων των δερματικών νεοπλασιών) και ευθύνεται για το ένα πέμπτο, σχεδόν, όλων των περιπτώσεων καρκίνου στους άνδρες. Ωστόσο η επίπτωση του καρκίνου του προστάτη είναι πολύ χαμηλότερη στην Ασία και την Αφρική (για παράδειγμα, η επίπτωση στη Σουηδία–38,8 ανά 100.000 πληθυσμού-ήταν πάνω από δέκα φορές αυξημένη από το ποσοστό που αναφέρθηκε στη Σιγκαπούρη-3,6 ανά 100.000). Οι αιτίες για τις διαφορές αυτές δεν έχουν διαφωτιστεί πλήρως αλλά πιστεύεται ότι είναι περιβαλλοντικές, δεδομένου ότι Ασιάτες και Αφρικανοί που μεταναστεύουν σε ανεπτυγμένες χώρες προσβάλλονται στο ίδιο, περίπου, ποσοστό με τον Ευρωπαϊκής καταγωγής πληθυσμό.

Αιτιολογία: Τα αίτια του καρκίνου του προστάτη δεν είναι γνωστά. Οι ορμόνες παίζουν ένα ρόλο (για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι σπάνια αναπτύσσεται καρκίνος του προστάτη σε άνδρες στους οποίους έγινε ορχεκτομή, αμφοτερόπλευρα, πριν από την εφηβεία). Επίσης, φαίνεται να συμμετέχουν η πλούσια σε λιπαρά δίαιτα και γενετικοί παράγοντες (η ύπαρξη στενού συγγενούς που πάσχει από καρκίνο του προστάτη αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου από το ίδιο νόσημα). Έχουν ελεγχθεί πολλοί περιβαλλοντικοί παράγοντες αλλά δεν έχει φανεί σαφής συσχέτιση μεταξύ καρκίνου του προστάτη και παραγόντων κινδύνου από αυτούς που συνδέονται με άλλες μορφές καρκίνου (κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ κλπ). Ο σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου είναι η ηλικία και ο κίνδυνος για εμφάνιση της νόσου αυτής αυξάνει σταθερά μετά την ηλικία των 50 ετών.

Το καρκίνωμα του προστάτη εκδηλώνεται συνήθως σε άνδρες ηλικίας 50-80 ετών και σπανιότερα σε άτομα μικρότερα των 40 ετών. Με τις σύγχρονες διαγνωστικές μεθόδους όλο και περισσότερα άτομα ηλικίας 40-55 ετών βρίσκονται να πάσχουν από την νόσο σε αντίθεση με προηγούμενα χρόνια.

Η κλινική εικόνα του καρκίνου του προστάτη ποικίλλει. Καθώς το 70% των όγκων βρίσκεται στην περιφερική ζώνη του προστάτη και μακριά από την ουρήθρα το μεγαλύτερο μέρος των ασθενών δεν θα έχει καθόλου συμπτωματολογία μέχρις ότου η νόσος επεκταθεί. Αντιθέτως όγκοι του προστάτη που βρίσκονται στην μεταβατική ζώνη σε ένα ποσοστό που αγγίζει το 30%, μπορούν να προκαλούν συμπτώματα. Αυτά είναι κυρίως αποφρακτικά (μειωμένη ακτίνα ουρήσεως, δυσκολία ενάρξεως της ουρήσεως) λόγω του ότι προβάλει ο όγκος στην ουρήθρα, αλλά μπορούν να είναι και ερεθιστικά (νυκτουρία, συχνοουρία, αίσθημα ατελούς κενώσεως της κύστης) και προκαλούνται από την υπεραντανακλαστικότητα του εξωστήρα μυός η οποία δημιουργείται εξαιτίας της χρόνιας απόφραξης της ροής των ούρων. Τα παραπάνω συμπτώματα ομοιάζουν με αυτά της καλοήθους υπερτροφίας του προστάτη και καθώς οι δύο αυτές νοσολογικές οντότητες παρουσιάζονται στη ίδια ηλικία, οι άρρωστοι θα πρέπει να ελέγχονται και για τα δύο.

Με τη περαιτέρω ανάπτυξη της νόσου και την διήθηση των γύρω σχηματισμών (ουρήθρα, αγγειονευρώδη δεμάτια, σπερματοδόχες κύστεις, ουροδόχος κύστη, ουρητήρες) η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί με επιπλέον συμπτωματολογία. Έτσι ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει αιμοσπερμία, ανικανότητα, αιματουρία, επίσχεση, μέχρι και νεφρική ανεπάρκεια ανάλογα με το ποιό όργανο είναι προσβεβλημένο. Αν η νόσος είναι σε ακόμα πιο προχωρημένο στάδιο με μεταστάσεις στα οστά (που είναι και οι συχνότερες) στους πνεύμονες και τους λεμφαδένες τότε μπορεί να υπάρχουν οστικά άλγη, αυτόματα κατάγματα, αναπνευστική δυσχέρεια και πιθανώς αιμόπτυση, και ανάλογα με τον βαθμό διηθήσεως των λαγόνιων λεμφαδένων, λεμφοίδημα των κάτω άκρων.

Η πρώιμη διάγνωση στηρίζεται στη δακτυλική εξέταση, στο διορθικό υπερηχογράφημα, την μέτρηση του PSA του ορού και την βιοψία δια βελόνης. Όσον αφορά την βιοψία δια βελόνης οι σύγχρονες τεχνικές επιτρέπουν την λήψη επαρκών δειγμάτων με ελάχιστο τραυματισμό των ιστών και ελάχιστες επιπλοκές.